κλονοειδῶς

κλονοειδῶς
κλονο-ειδῶς, Adv.
A tumultuously, Sch.DIl.22.448.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κλονοειδώς — κλονοειδῶς (Α) επίρρ. με κλονισμό, με ταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο επίθ. *κλονοειδής < κλόνος + ειδής (< εἶδος)] …   Dictionary of Greek

  • κλονοειδῶς — tumultuously indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλόνος — ο (AM κλόνος) κίνηση που γίνεται με ταραχή ή θόρυβο, κλονισμός* νεοελλ. ιατρ. επαναλαμβανόμενες συσπάσεις ενός μυός εμφανιζόμενες μετά από παθητική έκτασή του και παρατηρούμενες στο λεγόμενο πυραμιδικό σύνδρομο μσν. αρχ. 1. σύγχυση, ταραχή 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”